φούχτωμα

φούχτωμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φούχτωμα" в других словарях:

  • φούχτωμα, το — και χούφτωμα,το ατος, το άδραγμα, το άρπαγμα, το κράτημα με την παλάμη, με τη φούχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούχτωμα — το, Ν [φουχτώνω] βλ. χούφτωμα …   Dictionary of Greek

  • χούφτωμα — και φούχτωμα, το, Ν [χουφτώνω / φουχτώνω] 1. το να αρπάζει κανείς κάτι με την χούφτα 2. μτφ. βάναυση ερωτική χειρονομία …   Dictionary of Greek

  • φούχτιασμα — φούχτιασμα, το και χούφτιασμα, το, ατος φούχτωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χούφτωμα — χούφτωμα, το και φούχτωμα, το, ατος βλ. χούφτιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»